- ιωτακιστής
- οαυτός που ακολουθεί την προφορά του ιωτακισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιωτακιστής — ὁ [ιωτακίζω] οπαδός τού ιωτακισμού* … Dictionary of Greek